άτη

άτη
I
Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία. Οι αδελφές της, που ονομάζονταν Λιτές, ήταν θεές της παράκλησης και της μετάνοιας, ακολουθούσαν με δυσκολία την αδελφή τους, γιατί ήταν κουτσές και αλλήθωρες, κατόρθωναν όμως να φτάνουν λίγο αργότερα και να διορθώνουν ό,τι ήταν δυνατόν να διορθωθεί.
II
(Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Αυγούστου 1870. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 12,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 9,0 από τον Ήλιο.
* * *
ἄτη, η (Α)
1. σύγχυση φρενών, συσκότιση του νου σταλμένη από τους θεούς
2. (ως κύριο ὁν.) ἡ Ἄτη
θεά της καταστροφής, αιτία απερίσκεπτων πράξεων
3. η απερισκεψία και οι συνέπειές της
4. ενοχή, αμαρτία
5. σκοτοδίνη, ζάλη
6. όλεθρος, καταστροφή
7. πληθ. αἱ ἄται
καταστροφικά τεχνάσματα
8. πλήγματα, χτυπήματα της μοίρας
9. (για πρόσωπα) ολέθριος, καταστροφικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ᾱτη < αFάτη (πρβλ. αυάτα, Αλκαίος, Πίνδαρος), με σίγηση του -F- και συναίρεση, ρηματικό όνομα του αάω*. Ο τ. άτη με α βραχύ, γνωστός από τον Αρχίλοχο, είναι ή εσφαλμένη γραφή ή υστερογενής διόρθωση. Ο όρος άτη χρησιμοποιείται στον Όμηρο με ηθική σημασία («σφάλμα, παρεκτροπή, απάτη»)), στη δε Ιλιάδα πρωτοεμφανίζεται και θεά Άτη. Ηθική ομοίως σημασία προσλαμβάνει η λ. και στους τραγικούς, όπου σημαίνει την «πλάνη, συμφορά», σημασία που είναι άγνωστη στην αττική πεζογραφία. Τέλος, στη δωρική διάλεκτο απαντά ως δικανικός όρος για να δηλώσει «τη βλάβη», απ' όπου προέκυψε αργότερα η σημασία «του προστίμου» — στην αττική ισοδυναμεί με τη λ. ζημία.
ΠΑΡ. αρχ. ατηρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἄτη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄτῃ — Ἄτη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτη — ἄ̱τη , ἄτη bewilderment fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτῃ — ἄ̱τῃ , ἄτη bewilderment fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐργύα, πάρα δ’ἄτη. — ἐργύα, πάρα δ’ἄτη. См. Поручился, продался …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἄται — Ἄτη fem nom/voc pl Ἄτᾱͅ , Ἄτη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄτηι — Ἄτῃ , Ἄτη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγελικάτος — άτη, άτο ωραίος σαν άγγελος, κομψός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγελικός + παραγ. κατάληξη άτος] …   Dictionary of Greek

  • πανοπλότατος — άτη, ον, Α πάρα πολύ νέος, νεώτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὁπλότατος «νεώτατος» (< ὅπλον)] …   Dictionary of Greek

  • πανυπέρτατος — άτη, ον, Α 1. ο ανώτατος όλων («μεγέθει πανυπέρτατος», Αριστοτ.) 2. αυτός που βρίσκεται στο έσχατο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑπέρτατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”